(η)συχάζω — ησύχασα, ησυχασμένος 1. αμτβ., ηρεμώ, είμαι ήσυχος: Μόνον αν πεθάνει θα ησυχάσει. – Ησυχάζει το σπίτι όταν φεύγει το παιδί. 2. αναπαύομαι, κοιμάμαι: Έπεσε στο κρεβάτι για να ησυχάσει λίγο. 3. απαλλάσσομαι από ανησυχίες ή πόνους: Αν δεν έβλεπε με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλούφαχτος — η, ο [λουφάζω] αυτός που δεν λούφαξε, δεν ησύχασε ή δεν μπορεί να ησυχάσει … Dictionary of Greek
ασύχαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ησυχάζει ή που δεν μπορεί να ησυχάσει (να διακόψει τη δουλειά ή να κοιμηθεί) 2. αδιάκοπος, συνεχής 3. άτακτος, ζωηρός … Dictionary of Greek
ησυχάζω — και συχάζω (AM ἡσυχάζω) Ι. (αμτβ.) 1. βρίσκομαι σε ησυχία, είμαι ήσυχος, ηρεμώ, είμαι σε ηρεμία, αδρανώ 2. συνεκδ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι, ξαποσταίνω («ἡ ἀπορία τοῡ μὴ ἡσυχάζειν» η έλλειψη αναπαύσεως, Θουκ.) 3. συνεκδ. πλαγιάζω, κοιμάμαι 4.… … Dictionary of Greek
καθησυχάζω — (Α καθησυχάζω) ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.) νεοελλ. κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον… … Dictionary of Greek
καταλαγιάζω — και καταλλαγιάζω 1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω 2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ 3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λαγιάζω «ησυχάζω»] … Dictionary of Greek
κοιμίζω — και κοιμώ, άω (AM κοιμίζω) 1. κάνω ή βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («κοιμίζω το μωρό») 2. μτφ. καθησυχάζω, καταπραΰνω, γαληνεύω (α. «φάρμακο που κοιμίζει τους πόνους» β. «λείων τ ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισε στένοντα πόντον» οι άνεμοι… … Dictionary of Greek
σαλαγιάζω — Ν (αμτβ.) 1. α) ησυχάζω, καταλαγιάζω β) (ιδίως για υγρή έκταση) ηρεμώ 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να ησυχάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών. λ. σάλαγος και καταλαγιάζω] … Dictionary of Greek
τάχτι — και ντάχτι και ταχτιρντί και νταχτιρντί Ν προσφώνηση σε βρέφος όταν τό κουνάει κανείς πάνω κάτω για να τό ησυχάσει ή να τό διασκεδάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.] … Dictionary of Greek
Αφαία — Θεά που λατρευόταν στην Αίγινα. Σύμφωνα με τον σχετικό μύθο, δημιούργημα των ύστερων χρόνων της αρχαιότητας, ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας ερωτεύτηκε τη Δίκτυννα (ή Βριτόμαρτι) και την καταδίωκε επίμονα. Εκείνη για να γλιτώσει έπεσε στη θάλασσα.… … Dictionary of Greek